Καλλικολώνη

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek (Liddell-Scott)

Καλλικολώνη: ἡ, (ὡραῖος λόφος), τόπος πλησίον τῆς Τροίας ἐπὶ τοῦ Σιμόεντος, Ἰλ. Υ. 53, 151· - ὡς ἐπίθ., καλλικόλωνος λόφος Δημήτρ. Σκήψιος παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Υ. 53.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Kallikolônè « la belle colline », près de Troie.
Étymologie: καλός, κολώνη.