κολώνη
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἡ, hill, mound, Il.2.811, 11.757, Lyr.Adesp.74; esp. sepulchral mound, barrow, S.El.894; later, hill-top, peak, D.P.150, al.; ὁπότ' ἀνθρώπων μεγάλας πλήσαιτο κ. Arat.120. (Cf. Lat. collis, culmen, Engl. holm.)
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, der Hügel, Il. 2, 811. 11, 757; – Grabhügel, Soph. El. 882. – Auch bei Sp. einzeln, Polemo bei Ath. XIII, 574 c, D. Per. 150.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 colline;
2 tertre d'une tombe.
Étymologie: cf. κολωνός, κολοφών, collis, culmen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολώνη -ης, ἡ heuvel; grafheuvel:. κολώνης ἐξ ἄκρας vanaf de top van de grafheuvel Soph. El. 894.
Russian (Dvoretsky)
κολώνη: ἡ
1 высота, холм (αἰπεῖα Hom.);
2 могильный холм, курган Soph.
English (Autenrieth)
hill. (Il.)
Greek Monolingual
κολώνη, ἡ (Α)
1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ.
β. «μέσσαι δ' ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.)
2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.)
3. τόπος συνάντησης ή συνάθροισης ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κολωνός και κολώνη < κολ-ών-η εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα (κολ-) της ΙΕ ρίζας κελ- «εξέχω, προεξέχω» και πρόσφυμα που λήγει σε έρρινο (-ων-), πρβλ. λατ. collis «λόφος» (< coln-is), λιθουαν. kaln-as «βουνό», αγγλ. hill «λόφος» (< γερμ. huln-i-). Οι τ. κολώνη, κολωνός πιθ. συνδέονται με κολοφών, κελέοντες. Από τον τ. κολωνός πήρε την ονομασία του ο δήμος της Αττικής Κολωνός, ενώ ο τ. κολώνη εμφανίζεται ως β' συνθετικό στο τοπωνύμιο Καλλικολώνη.
Greek Monotonic
κολώνη: ἡ, ύψωμα, λόφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, επιτύμβιος λόφος, τύμβος, ανάχωμα, Λατ. tumulus, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κολώνη: ἡ, ὕψωμα, λόφος, βουνός, Ἰλ. Β. 811, Λ. 757· ἰδίως ὕψωμα χώματος τάφου, τύμβος, κοινῶς «τοῦμπα», Λατ. tumulus, Σοφ. Ἠλ. 894· βραδύτερον, κορυφὴ λόφου, Διον. Π. 150, 220, 388, κτλ.· ― τόπος ἔνθα συναντῶνται πατριαρχικαὶ φυλαί, Ἄρατ. 120. ― (Πρβλ. κολωνός, κολοφών, κορυφή· Λατ. columna, collis, culmen, celsus, κτλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.,
Meaning: hill, hight, stone-, tomb-hill etc. (Il., Pi., S.), also as GN (town in Troas, Att. demos);
Other forms: κολωνός m. (h. Cer., Hdt., X., A. R.)
Compounds: as 2. member in Καλλι-κολώνη hill near Troy (Il.; Schwyzer 453 n. 5), ὑψι-κόλωνος carrying high (Opp.).
Derivatives: κολωνία (in wrong place; so for -ώνα? [Schmidt]) τάφος. Ήλεῖοι H. (Scheller Oxytonierung 56); from the demos-name Κολωνέται pl. (Hyperid.; Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 1).
Origin: IE [Indo-European] [544] *kolH-n- rise, height.
Etymology: κολών-η and κολων-ός presuppose an old n-stem, which is also seen in Lit. káln-as mountain, Lat. collis hill < *coln-is, OE hyll, NEngl. hill < PGm. *huln-i-. The n-stem *kolH-(e)n-, *kl̥H-n- is an agent noun "the highranging" of a primary verb rise up, which with (orig. only present forming?) -d- is seen in Lat. -cellō < *-cel-d-ō . On suffixal -ώνη, -ωνός s. Chantraine Formation 207f. - The analysis of Brugmann (Grundr.2 2: 1, 280), Specht (Ursprung 137f.) (κολώνη, -ός < IE. *kolō(u)-no- an u-stem alternating with the n-stem in Lith. káln-as (in lat. colu-men), is not to be preferred. - Pok. 544, W.-Hofmann s. collis a. celsus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kálnas.
Middle Liddell
κολώνη, ἡ,
a hill, mound, Il.: esp. a sepulchral mound, barrow, Lat. tumulus, Soph.
Frisk Etymology German
κολώνη: {kolṓnē}
Forms: κολωνός m. (h. Cer., Hdt., X., A. R. u. a.)
Grammar: f. (Il., Pi., S. u. a.),
Meaning: ‘Hügel, Anhöhe, Stein-, Grabhügel', auch als ON (Stadt in Troas, att. Demos);
Composita: als Hinterglied in Καλλικολώνη Hügel bei Ilios (Il.; Schwyzer 453 A. 5), ὑψικόλωνος hochragend (Opp.).
Derivative: Davon κολωνία (an falscher Stelle; somit für -ώνα? [Schmidt])· τάφος. Ἠλεῖοι H. (Scheller Oxytonierung 56); vom Demosnamen Κολωνέται pl. (Hyperid.; Fraenkel Nom. ag. 2, 128 A. 1).
Etymology: Sowohl κολώνη wie κολωνός setzen einen alten n-Stamm voraus, der in verbauter Form auch in lit. káln-as Berg, lat. collis Hügel aus *coln-is, ags. hyll, nengl. hill Hügel aus urg. *huln-i- vorhanden ist. Der daraus zu erschließende idg. n-Stamm *qol-(e)n-, *ql̥-n- geht als Nomen agentis "der Hochragende" auf ein primäres Verb ragen zurück, das mit (ursprünglich nur präsensbildendem?) -d- von lat. -cellō aus *-cel-d-ō ragen repräsentiert wird; s. noch zu κελέοντες. Zum suffixalen -ώνη, -ωνός noch Chantraine Formation 207f. — Die abweichende Analyse von Brugmann (z. B. Grundr.2 2: 1, 280), Specht (z. B. Ursprung 137f.) u. a., laut der κολώνη, -ός aus idg. *qolō[u]-no- einen mit dem n-Stamm in lit. káln-as usw. alternierenden u-Stamm (in lat. colu-men u. a.) enthalten sollte, ist nicht vorzuziehen. — Reiches Material m. Lit. bei WP. 1, 433ff., Pok. 544, W.-Hofmann s. collis u. celsus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kálnas.
Page 1,906-907