καλλικόμας
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.