καλλιρρήμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A elegant, λέξις D.H.Comp.3; λέξεως μόρια ib.16.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρρήμων: -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ καλλιρρήμων λέξις, καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui parle agréablement.
Étymologie: καλός, ῥῆμα.