Λευΐτης

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek (Liddell-Scott)

Λευΐτης: -ου, ὁ, τάξις ἱερατικὴ παρ’ Ἰουδαίοις ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Λευῒ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἐν στενωτέρᾳ δὲ σημασίᾳ Λευῖται ὠνομάζοντο οἱ βοηθοὶ ἱερέων, ὡς μὴ ὄντες ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἀαρών, ὑπηρέτουν δὲ τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς κατωτέρας τοῦ ναοῦ ἐργασίας, κτλ., ἴδε Κοντογόν. Ἐγχειρίδ. Ἑβρ. Ἀρχαιολ. σ. 8, 119, 310, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 32, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lévite.
Étymologie: mot hébreu.