μαντεύω
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
Greek (Liddell-Scott)
μαντεύω: ἴδε μαντεύομαι ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
d’ord. au Moy. μαντεύομαι;
rendre des oracles.
Étymologie: μάντις.
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
μαντεύω: ἴδε μαντεύομαι ἐν τέλ.
d’ord. au Moy. μαντεύομαι;
rendre des oracles.
Étymologie: μάντις.