μαντεύομαι
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
fut. μαντεύσομαι Od.17.154, Pi.O. 6.38, A.Ag.1367, Hdt.1.46, etc.: aor.
A ἐμαντευσάμην Pl.Ap.21a, Aeschin.3.107; poet. μαντευσάμην Pi.O.7.31: pf. μεμάντευμαι Id.P.4.163:—Pass., v. infr. IV: (μάντις):—divine, prophesy, τί μοι θάνατον μαντεύεαι; Il.19.420; τί νύ μοι μαντεύεαι αἰπὺν ὄλεθρον; 16.859; ἐτεὸν μ. 2.300: abs., οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι Od.2.170, cf. 9.510, Il.1.107; τινι to one, Od.2.178, etc.: c. dat. modi, draw divinations from or draw divinations by means of... ῥάβδοισι Hdt.4.67: c. acc. cogn., μαντεῖα μ. A.Eu.716 (s. v.l.).
2 generally, presage, forebode, surmise, of presentiment, opp. knowledge, Pl.Cra.411b, R.349a, al.; μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος A.Ag.l.c.; ἔστι γὰρ ὃ μαντεύονταί τι πάντες φύσει κοινὸν δίκαιον Arist.Rh.1373b7; μ. τὸ συμβησόμενον ἐκ τῶν εἰκότων Id.GA765a27.
3 of animals, get scent of, κύων ἄρτον μ. Theoc. 21.45.
II consult an oracle, seek divinations, Pi.O.7.31, Hdt.1.46, 4.172, etc.; ἐν Δελφοῖσι Id.6.76; ἐπὶ κασταλίᾳ Pi.P.l.c.; περί τινος Id.O.6.38, Hdt.8.36; ὑπέρ τινος E.Ion431; ὁ γὰρ θεὸς μαντευομένῳ μοὔχρησεν ἐν Δελφοῖς ποτε Ar.V.159, cf. Av.593; ταῦτα καὶ μ. this is the question I ask the oracle, E.Ion346; ἐτόλμησε τοῦτο μαντεύσασθαι Pl.Ap.21a; μαντείαν μ. παρὰ τῷ θεῷ Aeschin.l.c.
III later, of the god, give an oracle, ταῦθ' ὁρῶ τὸν Δία ὑμῖν μαντευόμενον D.18.253, cf. Luc.Alex.19, Sol.9.
IV in later Greek, Act. μαντεύω, Plu.Alex.75, Arr.Ind.11.5, X.Eph.5.4, Him.Or.10.5, 14.34, 23.23: but aor. Pass., ἐμαντεύθη an oracle was given, Hdt.5.114: pf. part., τὰ μεμαντευμένα = the words of the oracles, ib.45; τὰ ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαντευσθέντα (sic) IG42(1).122.81 (Epid., iv B.C.), cf. Hld.7.1.
French (Bailly abrégé)
f. μαντεύσομαι, ao. ἐμαντευσάμην, pf. μεμάντευμαι;
1 rendre des oracles, prédire : τι, qch : τινι, à qqn ; τί τινι, qch à qqn ; déclarer par une réponse d'oracle : τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον HDT que qqn est un dieu ou un homme;
2 consulter l'oracle : μαντείαν μαντεύεσθαι παρὰ τῷ θεῷ ESCHN demander une réponse à la divinité;
3 interpréter, deviner, conjecturer.
Étymologie: μάντις.
German (Pape)
med.,
1 weissagen, prophezeien, einen Orakelspruch erteilen; absol., ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται, Il. 2.300, Od. 2.170 und öfter; τινί τι, z.B. τί μοι θάνατον μαντεύεαι Il. 19.420, vgl. 16.859; Κυκλώπεσσιν, Od. 9.510; καὐτὸς καθ' αὑτοῦ τὴν ὕβριν μαντεύσεται, Aesch. Spt. 388; μαντεύομαι γὰρ ὡς ἂν ἡγῆται θεός, Eum. 33, s. auch μαντεῖον; εἴπερ τι Κάλχας μαντεύεται, Soph. Aj. 733; Eur. oft; τοῖσι Ἕλλησι ἐμαντεύετο, und öfter, von einem Wahrsager, Her. 9.36; Plat. und A.; pass. ist ἐμαντεύθη Her. 5.114 und τὰ μεμαντευμένα 5.45; dagegen μεμάντευμαι = ich habe befragt Pind. P. 4.163.
2 das Orakel befragen, sich eine Weissagung geben lassen, Ar. Vesp. 159, wie Her. ἐς τὰ μαντήϊα Κροῖσος ἀπέπεμψε μαντευσόμενος, 1.46; περί τινος, 8.36; ἐς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐτόλμησε τοῦτο μαντεύσασθαι, Plat. Apol. 21a, d.i. dies zu fragen; Xen. Mem. 1.1.3 und A.; auch μαντείαν ἐμαντεύσαντο παρὰ τῷ θεῷ, Aesch. 3.107.
3 überhaupt vermuten, τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος, Aesch. Ag. 1339; meinen, im Gegensatz des deutlichen Erkennens, Plat. Crat. 411b; τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη, Rep. VII.538a; μαντευτέον, man muß vermuten, Phil. 64a; vgl. Arist. rhet. 1.13, eth. 1.5.4; auch von Tieren, wittern, spüren, Theocr. 21.45. – Das act. s. μαντεύω.
Russian (Dvoretsky)
μαντεύομαι:
1 прорицать, предсказывать, пророчить (θάνατόν τινι Hom.);
2 (об оракуле) вещать, предписывать: impers. ἐμοντεύθη Her. было предписано; τὰ μεμαντευμένα Her. веления оракула;
3 догадываться, предполагать, заключать (τεκμηρίοισιν Aesch.): δοκῶ γέ μοι οὐ κακῶς μαντεύεσθαι Plat. мне кажется, что я не ошибся в своей догадке; τί μαντευτέον; Plat. что (именно) следует предположить?;
4 вопрошать оракул (περί τινος Her., ὑπέρ τινος Eur. и τι Plat.): ἐς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐτόλμησε τοῦτο μαντεύσασθαι Plat. прибыв в Дельфы, (Херофонт) решился обратиться к оракулу со следующим вопросом;
5 (о собаке), обонять, чуять, (ἄρτον Theocr. - v.l. ἄρκτον).
Greek (Liddell-Scott)
μαντεύομαι: ἀποθ.: μέλλ. -εύσομαι, Ὀδ. Ρ. 154, Ἡρόδ., Εὐρ.· ἀόρ. ἐμαντευσάμην Πλάτ. Ἀπολ. 21Α, Αἰσχίν. 68. 41· ποιητ. μαντευσάμην Πινδ. Ο. 7. 56· - ὡς παθ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ (μάντις)· Προλέγω, προφητεύω, προαγγέλλω, τί μοι θάνατον μαντεύεαι; Ἰλ. Τ. 420· τί νύ μοι μαντεύεαι αἰπὺν ὄλεθρον Π. 859· κακά... φρεσὶ μ. Α. 107, κ. ἀλλ.· - ἀπολ., οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι Ὀδ. Β. 170, πρβλ. Α. 200, Ι. 510, κτλ.· ἐτεὸν μ. Ἰλ. Β. 300· τινι, εἴς τινα, πρός τινα, Ὀδ. Β. 178, κτλ. - μετὰ δοτ. τρόπου, ἐξάγω προρρήσεις ἐκ ἢ διὰ μέσου..., Ἡρόδ. 4. 67· μετὰ συστοίχου αἰτ., μαντεῖα μ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 716· πρβλ. προφητεύω. 2) καθόλου προμαντεύω, προλέγω, προμηνύω, αἰσθάνομαι, «μαντεύω», εἰκάζω, ἐπὶ σκοτεινοῦ καὶ ἀορίστου προαισθήματος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικὴν γνῶσιν, Πλάτ. Κρατ. 411Β, 349Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1367· ἔστι γὰρ ὃ μαντεύονταί τε πάντες φύσει κοινὸν δίκαιον Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· μ. τὸ συμβησόμενον ἐκ τῶν εἰκότων ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 23· πρβλ. καταμαντεύομαι. 2) ἐπὶ ζῴων, ὀσφραίνομαι, κύων ἄρτον μ. Θεόκρ. 21. 45. ΙΙ. συμβουλεύομαι μαντεῖον, ζητῶ χρησμόν, Ἡρόδ. 1. 46, 4. 172, Πινδ. Ο. 7. 56, κτλ.· ἐν Δελφοῖσι Ἡρόδ. 6. 76· ἐπὶ Κασταλίᾳ Πινδ. Π. 4. 290· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 64, Ἡρόδ. 8. 36· ὑπέρ τινος Εὐρ. Ἴων 431· ὁ γὰρ θεὸς μαντευομένῳ μοὔχρησεν ἐν Δελφοῖς ποτε Ἀριστοφ. Σφ. 159. πρβλ. Ὄρν. 593, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α, Elmsl. Σοφ. Ο. Κ. 87· ταῦτα καὶ μ., τοῦτο εἶναι τὸ ζήτημα, περὶ οὗ ἐρωτῶ τὸ μαντεῖον, Εὐρ. Ἴων 346· μαντείαν μ. παρὰ τῷ θεῷ Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι ἡ κυρίως Ἀττ. (ὁ μὲν θεὸς χρῇ, ὁ δὲ μαντεύεται λέγει ὁ Μοσχόπ.)· παρὰ μεταγεν. ὅμως ἡ λέξις κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ χράω παρὰ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 19, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Σολοικ. 9. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. μαντεύω μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ἀρρ. Ἰνδ. 11. 5, Ἱμέρ. Λόγ. 10. 5., 14., 34., 29. 23, Ξεν. Ἐφέσ. 5, 4 (πρβλ. προμαντεύομαι)· - ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ. ἔχει παθ. ἀόρ. ἀπροσώπως, ἐμαντεύθη, ὁ χρησμὸς ἐδόθη, 5. 114· μετοχ. πρκμ., τὰ μεμαντευμένα, οἱ λόγοι τοῦ μαντείου, αἱ λέξεις τῶν χρησμῶν, 5. 45· ἐνῷ ὁ Πίνδ. Π. 4. 290, μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. ἐνεργ. σημασίας.
English (Autenrieth)
(μάντις), ipf. μαντεύετο, fut. μαντεύσομαι: declare oracles, divine, prophesy, Od. 2.170.
English (Slater)
μαντεύομαι
a divine μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150.
b consult the oracle ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν μαντευσόμενος ταύτας πεῤ ἀτλάτου πάθας (O. 6.38) μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών (O. 7.31) “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ” (P. 4.163)
Spanish
pronunciar oráculos, buscar oráculos
English (Strong)
from a derivative of μαίνομαι (meaning a prophet, as supposed to rave through inspiration); to divine, i.e. utter spells (under pretense of foretelling: by soothsaying.
English (Thayer)
(μάντις (a seer; allied to μανία, μαίνομαι; cf. Curtius, § 429)); from Homer down; to act as seer; deliver an oracle, prophesy, divine: μαντευομένη, of a false prophetess (A. V. by soothsaying). The Sept. for קָסַם, to practise divination; said of false prophets. (On the heathen character of the suggestions and associations of the word, as distinguished from προφητεύω, see Trench, N.T. Synonyms, § vi.)
Greek Monolingual
(AM μαντεύομαι)
βλ. μαντεύω.
Greek Monotonic
μαντεύομαι: (μάντις), αποθ., μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐμαντευσάμην, ποιητ. μαντευσάμην, ως Παθ., βλ. κατωτ. III·
I. 1. προβλέπω διαισθητικά, προφητεύω, ερμηνεύω το μέλλον μέσω οιωνών, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., μαντεῖα μαντεύομαι, σε Αισχύλ.
2. γενικά, προβλέπω με τη διαίσθηση τα μελλούμενα, έχω προορατικό χάρισμα, οιωνοσκοπώ, προαισθάνομαι, κατέχω γνώση που δεν προέρχεται από εμπειρικά δεδομένα, έχω κάθε είδους προαίσθημα, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. λέγεται για ζώα, οσμίζομαι κάτι, σε Θεόκρ.
II. συμβουλεύομαι κάποιο μαντείο, ζητώ χρησμούς, σε Ηρόδ., Αττ.· ταῦτα καὶ μαντεύομαι, αυτό είναι το πρόβλημα για το οποίο ζητώ χρησμό, σε Ευρ.
III. αόρ. αʹ και Παθ. παρακ. με Παθ. σημασία, ἐμαντεύθη, δόθηκε χρησμός, σε Ηρόδ.· τὰ μεμαντευμένα, τα λόγια των χρησμών, στον ίδ.
Middle Liddell
μάντις [Dep.]
I. to divine, prophesy, presage, Hom., etc.; c. acc. cogn., μαντεῖα μ. Aesch.
2. generally, to divine, presage, augur, forbode, surmise, of any presentiment, Plat., etc.; c. gen., μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος Aesch.
3. of animals, to get scent of a thing, Theocr.
II. to consult an oracle, seek divinations, Hdt., Attic; ταῦτα καὶ μ. this is the question I ask the oracle, Eur.
III. aor1 and perf. pass. in pass. sense, ἐμαντεύθη an oracle was given, Hdt.; τὰ μεμαντευμένα the words of the oracles, Hdt.
Chinese
原文音譯:manteÚomai 曼跳哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:瘋狂 相當於: (כָּשַׁף) (קֶסֶם)
字義溯源:以占卜作預言,預言(未來之事),占卜,用法術,法術;源自(μαίνομαι)=怒吼),而 (μαίνομαι)出自(μάχομαι)X*=渴望)。比較: (προφητεύω)=預言
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 法術(1) 徒16:16
Léxico de magia
1 pronunciar oráculos ref. a Apolo δεῦρ' ἄγε, δεῦρο, δεῦρ' ἄγε, θεσπίζων, μαντεύεο νυκτὸς ἐν ὥρῃ aquí, ven, aquí, aquí, ven, vaticinando, pronuncia tus oráculos en esta hora de la noche P II 3 P VI 27 2 buscar oráculos ref. al mago ὅταν μαντεύῃ ἠμφιεσμένος προφητικῷ σχήματι cuando busques oráculos vestido con ropajes proféticos P IV 932