οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
1 seul. prés. ion., c. μάχομαι;2 μαχέομαι-οῦμαι f. épq. et att. de μάχομαι.