μαχέομαι
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
Ionic = μάχομαι.
French (Bailly abrégé)
1 seul. prés. ion., c. μάχομαι;
2 μαχέομαι-οῦμαι f. épq. et att. de μάχομαι.
English (Autenrieth)
opt. μαχέοιτο, -οίατο (Il. 1.272, 344), part. μαχειόμενος, μαχεούμενος, ipf. (ἐ)μαχόμην, iter. μα- χέσκετο, fut. μαχήσομαι, μαχέσσομαι, μαχεῖται, μαχέονται, aor. inf. μαχήσασθαι, μαχέσασθαι: fight, contend, usually in war, including single combat, but sometimes of friendly contest, Il. 23.621; and of wrangling, quarrelling with words, etc., Il. 1.304, Il. 5.875, Il. 9.32.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχέομαι:
I (только praes.) эп.-ион. = μάχομαι.
μᾱχέομαι: II стяж. μαχοῦμαι fut. к μάχομαι.
German (Pape)
= μάχομαι; μαχέοιτο, Il. 1.272, 344; μαχεόμενος, Her. 7.104, 225, 9.75.