λυρογηθής
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
ές,
A delighting in the lyre, AP9.525.12, An.Par.4.350.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρογηθής: -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime la lyre.
Étymologie: λύρα, γηθάω.