κώθων

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A Laconian drinking-vessel, used by soldiers, Archil. 4, Ar.Eq.600, X.Cyr.1.2.8, Critias 34 D., IG22.47.6, etc.; κ. στρεψαύχην Theopomp.Com.54; πυριγενής Henioch.1; φαεινός Ar.Pax 1094 (parod.); of earthenware or metal, IG42(1).121.79, al. (Epid.), Ath.11.483b, c: κ. χαλκοῖ IG12.313.55, al., cf. 22.1425.393.    II drinking bout, carousal, εἰσῆλθεν ἐπὶ κώθωνα πρὸς τὸν βασιλέα Macho ap.Ath.13.583b, cf. Plu.Ant.4, etc.; religious banquet, BCH51.220 (Thasos).    III Sicel, = κῶθος, Nic.Fr.141, Apollod. ap. Ath.7.309c.    IV the inner harbour at Carthage, Str.17.3.15, App.Pun. 127.

German (Pape)

[Seite 1541] ωνος, ὁ, 1) ein lakonisches, irdenes Trinkgeschirr mit gewundenem Halse, χρησιμώτατον ἐς στρατείαν, am ausführlichsten besprochen Ath. XII, 483 b; Plut. Lys. 9; Ar. Equ. 598; Xen. Cyr. 1, 2, 8. – Auch das Trinkgelage selbst; Ath. XIV, 658 e; εἰσῆλθεν ἐπὶ κώθωνα πρὸς τὸν βασιλέα Macho ibd. XIII, 583 b; ähnl. περὶ κώθωνα διατρίβειν, eigtl. beim Becher verweilen, Plut. Anton. 4 Pyrrh. 14. – 2) sicilisch = κωβιός, wie κῶθος, Ath. VII, 309 c.

Greek (Liddell-Scott)

κώθων: -ωνος, ὁ, Λακωνικὸν ποτήριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς στρατιώταις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 600, κτλ.· περιγραφόμενον ὡς εὐκόλως περιλαμβανόμενον ἐν τῷ στρατιωτικῷ σάκκῳ (τῷ γυλιῷ), μετὰ μικρῶν λαβῶν (βραχύωτος), παχέων χειλέων (παχύστομος), στρεψαύχην, πιθ. ἐπειδὴ ἐξωγκοῦτο πρὸς τὸν πυθμένα· πήλινον δέ, Ἀρχίλ., Κτησίας, κ. ἄλλ., παρ’ Ἀθην. 483Β, C· ὡσαύτως, ἐκ μετάλλου, κώθωνες χαλκοῖ Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 161· κ. πυριγενὴς Ἡνίοχ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ.· φαεινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1094. ΙΙ. συμπόσιον, πότος, εὐωχία, Μάχων παρ’ Ἀθην. 583Β, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 4, κτλ. ΙΙΙ. = κῶθος, Νίκ. καὶ Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 309C. IV. ὁ ἐσώτερος λιμὴν τῆς Καρχηδόνος, Στράβ. 833, Ἀππ. Καρχηδ. 127.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
cothon, grande coupe lacédémonienne ; p. ext. action de boire à pleine coupe ; festin, banquet.
Étymologie: DELG inexpliqué ; on a pensé à κύαθος.