μετασχηματίζω

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A change the form of a person or thing, Pl.Lg. 903e, Arist.GC335b26; τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως Ep.Phil.3.21; of a building, Sammelb.5174.10 (vi A. D.):—Med., with Att. fut. -ιοῦμαι, change one's form, Demetr.Lac.Herc.1012.12; disguise oneself, J.AJ8.11.1:—Pass., to be changed in form, Pl.Lg.906c, Arist. Cael.298b31, GA747a15, D.S.2.57; of grammatical change, A.D. Pron.68.5, al.    II μ. τι εἰς ἐμαυτόν transfer as in a figure, 1 Ep.Cor. 4.6.    III change the posture of, Sor.2.62 (Pass.), al.    IV of stars and planets, in Pass., change their configuration, πρὸς ἀλλήλους Adam.Vent.47.

German (Pape)

[Seite 155] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ ῥῆμα μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεταβάλλω τὸ σχῆμα, τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ σχῆμα, Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, ταῦτα δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ ἐμαυτοῦ καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί εἶναι ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. μετεσχηματισμένος;
revêtir d’une autre forme, transformer.
Étymologie: μετά, σχηματίζω.