νοσσεύω
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσοποιέω, νοσσός, νοσσοτροφέω, v. νεοσς-.
Greek (Liddell-Scott)
νοσσεύω: νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσός, ἴδε ἐν λέξ. νεοσσ-.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. νενοσσευμένος;
1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νοσσός.