Οἰνόη
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἡ, (οἶνος)
A Oenoë, name of two Attic demes, 1 of the φυλὴ Ἱπποθοωντίς, on the Boeot. frontier near Eleutherae, Hdt.5.74, Th.2.18, Str.8.6.16 (Οἰνώνη codd.). 2 of the φυλὴ Αἰαντίς, near Marathon ; Οἰνόη or Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, prov. of self-inflicted ruin, Zen.5.29, Hsch. : loc. pl. Οἰνόησι IG12.845.5. II Adj. Οἰναῖος, belonging to one of these demes, ib.22.99,1623.5, 1926.130, etc. ; also Οἰνοαῖος SIG541A3 (Delph., iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Οἰνόη: ἡ, (οἶνος, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 933), ὄνομ. δύο Ἀττ. δήμων, 1) τῆς φυλῆς Ἱπποθρωντίδος, ἐπὶ τῶν Βοιωτικῶν συνόρων πλησίον τῶν Ἐλευθερῶν, Ἡρόδ. 5. 74, Θουκ. 2. 18, Στράβ. 375. 2) τῆς φυλῆς Αἰαντίδος, παρὰ τὸν Μαραθῶνα, Οἰνόη ἢ Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, παροιμ. ἐπὶ ὀλέθρου ὃν ἐπιφέρει τις εἰς ἑαυτόν· ἴδε τὸ διήγημα παρὰ Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ζηνόβ. 5.29 καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. Οἰναῖοι, οἱ, οἱ τοὺς δήμους τούτους οἰκοῦντες, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 12.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 Œnoè (est), dème attique de la tribu Æantide;
2 Œnoè (ouest), dème attique de la tribu Hippothoontide.