καταπλήσσω
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
Att. καταπλήττω, fut.
A -ξω D.21.194:—strike down, τινὸς εἰς τὴν κατακλεῖδα [ξίφος] PMag.Par. 1.300: usu. metaph., strike with amazement, astound, terrify, κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Th.2.65; ὁ φόβος κ. τὰς ψυχάς X.Cyr.3.1.25; καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον D. l. c.; κ. τοὺς ἀκροατάς, of orators, Arist.Rh.1408a25; -πλῆξαί τινα τῇ προδοσίῃ tax him with his treachery, Hdt.8.128 (v.l. -πλέξαι); browbeat, bully, POxy.237 viii 10 (ii A. D.):—Med., -πλήξασθαι τοὺς ὑπεναντίους Plb.3.89.1, cf. D.S. 11.77, Jul.Or.6.191a, etc.:—Pass., to be panic-stricken, astounded, most freq. in aor.2 and pf. (pres., Eup.159.10), κατεπλήγη φίλον ἦτορ Il.3.31; -πλαγῆναι τῷ πολέμῳ Th.1.81; τῷ πλήθει Id.4.10; μὴ -πέπληχθε ἄγαν Id.7.77: c. acc., πάνυ τοῦτ' ἐπαινῶ καὶ -πλήττομαι Eup. l.c.; τὴν ἀπειρίαν τὴν αὑτοῦ -πεπλῆχθαι Isoc.Ep.4.11; μηδὲν -πλαγέντες τὸν Φίλιππον Decr. ap. D.18.185; -πεπλῆχθαι τὸν βίον Id.37.43 codd.; -πεπληγμένοι τὸν στόλον Plb.1.20.6; to be amazed at, τὴν ἀπαθίαν τινῶν Phld.Sto.Herc.339.7: later intr. in pf. -πέπληγα, plpf. -πεπλήγη App.Mith.19, Paus.10.22.2, Luc.DMeretr.13.2: esp. in part., -πεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος D.H.6.25, etc.; τὸ περιδεὲς καὶ -πεπληγός abject terror, Plu.Comp.Pel.Marc.1.