German (Pape)
[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.
French (Bailly abrégé)
entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.