γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
[Seite 331] τό, = ὅμηρος, w. m. s.
ὅμηρον: τό, ἴδε ἐν λ. ὅμηρος ΙΙ.
ου (τό) :gage, otage d’ord. au pl.Étymologie: ὅμηρος¹.