στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
[Seite 450] wieder auflebend, Nonn. par. 2, 145.
πᾰλίνζωος: -ον, ὁ πάλιν ζωός, ὁ πάλιν ζῶν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 105.
ος, ον :qui revit, qui renaît.Étymologie: πάλιν, ζωή.