κατασημαίνομαι
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
Med.,
A cause to be sealed up, ὄφεις . . ἐν κίστῃ που κατασήμηναι Ar.Fr.28; [ἐχίνους] Arist.Ath.53.2; Χρυσίον Pl.Men. 89b; ὑδρίαν IG22.204.39:—Pass., ib.41; τὰς ἐπισκήψεις φυλάττειν -σεσημασμένας ὑπ' ἀμφοῖν Pl.Lg.937b. II cause to be noted down, ib.756c:—Pass., τὰ κατασημανθέντα ὀνόματα ib.756e, cf. Arist.Ath. 49.2.