κατεπείγω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A press down, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει Il.23.623. 2 press hard, οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν his creditors were pressing him hard, D.33.6, cf. Th.1.61; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον the ebbing water (of the clepsydra) urges him on, Pl.Tht.172e; ἡ φιλοτιμία κατήπειγεν αὐτόν Id.Ep.338e: c. acc. et inf., οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ . . σκοπεῖν Id.Lg.781e; οὐδὲν ὑμᾶς κ. ἀκοῦσαι D.24.18; τὸ -επεῖγον πράττειν X.Mem.2.1.2; τὰ ἀναλώματα τὰ -επείγοντα PFlor.161.5 (iii A.D.); τὸ κ. alone, the urgent symptom, Gal.17(2).426; οὔτε τι κωλύει οὔτε -επείγει Hp.Fract.14; τὰ μάλιστα -επείγοντα Isoc.8.132, cf. Plb.1.66.6; τῶν ἐν ἐκείνῳ μὲν τῷ χρόνῳ πραχθέντων, ῥηθῆναι δὲ νῦν οὐ -επειγόντων not urgently requiring mention, Isoc.12.192; τῆς ὥρας -επειγούσης Plb.3.99.9; θόρυβος φόβος μετὰ φωνῆς -επείγων Stoic.3.98:—Pass., to be pressed, Hyp.(?)Oxy.1607.43, Phld.Rh.1.138 S.; περί τινος PCair.Zen.530 (iii B.C.). II intr., hasten, make haste, ἕπου κατεπείγων Ar.Ec.293: c. inf., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι were in no haste, X.HG4.2.18; οὐδέν κω κατεπείγων αὐτὸς ἥκειν prob. in Hdt.8.126. III Med., hasten, ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε Alciphr.3.51. 2 c. gen., to be anxious, long for... Plb.5.37.10, 30.5.9: also c. dat., press for, τῷ ἐφοδίῳ PSI6.603.22 (iii B.C.).