ὑψαυχενέω
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
English (LSJ)
A carry the neck high, show off, D.H.7.46, Ph.1.145, al., LXX 2 Ma.15.6, Plu.2.324e, Poll.2.135; of the cock, Ael.NA4.29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαυχενέω: κρατῶ τὸν αὐχένα ὑψηλά, περιπατῶ ἀγερώχως, γαυριῶ, Διον. Ἁλ. 7. 46, Πλούταρ. 2. 324Ε· κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν ἵππων, Πολυδ. Β΄, 135· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 29· ― πρβλ. ὑψαυχέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dresser le cou, relever la tête, être hautain, fier.
Étymologie: ὑψαύχην.