κροιός
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
νοσώδης, ἀσθενής, Hsch.;
A = κολοβός, Theognost.Can.21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν IG22.244.63 (iv B. C.); ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ. 1923.39. (Cf. Lith. kreĩvas 'crooked'.)