κρούω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
fut. -σω E.El.180: aor.
A ἔκρουσα X.An.4.5.18, Hyp.Fr. 201: pf. κέκρουκα Diogenian.3.38, (ἐκ-) Pl.Phdr.228e, (προς-) D.21.206:—Med., aor. ἐκρουσάμην Th.7.40:—Pass., aor. ἐκρούσθην Eratosth. Cat.32: pf. κέκρουμαι (ἀπο-) X.HG7.4.26, or -ουσμαι (ἀπο-) Ar.Ach.459:—strike, smite, ῥυτῆρι κ. γλουτόν S.Fr.501; κρούσας δὲ πλευρὰ [τῶν ἵππων] E.Fr.779.6; τὸν λυχνοῦχον Lys.Fr.83; τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr.An.7.1.5; also εἰς τὴν χεῖρα τοῖς δακτύλοις κ. with the fingers, D.C.40.16: metaph., κνῖσα κ. ῥινὸς ὑπεροχάς tickles, Ephipp. 3.3. 2 strike one against another, strike together, κ. χεῖρας clap the hands, E.Supp.720; τὰ ὅπλα κρουόμενα πρὸς ἄλληλα Th.3.22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα X.An. l.c.: metaph., ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις ἐκρούομεν ἄν would have knocked their heads together, Pl.Tht.154e. 3 κ. πόδα (i.e. κ. τὴν γῆν τῷ ποδί), in dancing, E.El. l.c. (lyr.); ἴχνος ἐν γᾷ κ. Id.IA1043 (lyr.). 4 metaph. from tapping an earthen vessel, to try whether it rings sound (cf. κροῦσις 2): examine, try, prove, κρούετε ἀπολαμβάνοντες τὸ καλόν Pl.Hp.Ma.301b; κἂν διαπειρώμενος κρούσῃς [τὸν κόλακα] Plu.2.64d. 5 strike a stringed instrument with a plectron, Simon.183, Pl.Ly.209b: generally, play any instrument (v. κροῦμα, κρουματικός), αὐλεῖ . . κρούων ἰαστί Com.Adesp.415: c. dat., κ. κρεμβάλοις, = κρεμβαλίζειν, Ath.14.636d. 6 κ. τὴν θύραν knock at the door on the outside, Ar.Ec.317, 990 (with play on signf. 8), X.Smp.1.11, Pl.Prt.310b, 314d, etc.; κόπτειν is better Att.acc.to Phryn.154; later κ. ἐπὶ τὴν θύραν LXX Jd.19.22. 7 κ. σταθμὸν ἑτερόζυγον, = κρουσιμετρέω, Ps.-Phoc.15; ὡς μήτε κρούσῃς μήθ' ὑπὲρ χεῖλος βάλῃς S.Fr.796; κρούων γε μὴν αὐτὰς ἐωνούμην Eup.184. 8 sens. obsc., AB101, cf.Ar.Ec.990; κ. πέπλον E.Cyc. 328. 9 Med., κρούεσθαι πρύμναν back water, Th.1.51, 54, 3.78; αἱ πρύμναν κρουόμεναι νῆες Arr.An.5.17.7 (also in Act., Plb.16.3.8); κ. ἐπὶ π. τὴν ναῦν App.BC5.119: hence κρούεσθαι τὸ πτερόν fly backwards, Ael.NA3.13:—also in Act., Plot.2.9.18. 10 κρούειν ἀκράτῳ, v. πατάσσω 11.2. (Cf. Lith. krùšti 'bruise', 'pound', Lett. krausēt 'thresh'.)