κρουσιμετρέω
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
cheat in measuring corn, by striking off too much from the top of the measure, Hsch., Poll.4.169.
German (Pape)
[Seite 1514] beim Messen des Getreides durch Anschlagen u. Rütteln des Maaßes betrügen, von Hesych. ἐλλιπῶς μετρεῖν καὶ ἐνδεῶς erkl.; vgl. Theophr. char. 15 u. παρακρούομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσιμετρέω: ἐξαπατῶ ἐν τῷ μέτρῳ τοῦ σίτου μετρῶν ἐλλιπῶς ἀνασείων καὶ κρούων τὸ μέτρον, ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν οἱ μετροῦντες σῖτον διὰ τοῦ κοιλοῦ, Ἡσύχ., Πολυδ. Δ΄, 169· πρβλ. κρούω 7, παρακρουσιχοίνικος.