λείωμα
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ατος, τό, (λειόω)
A pigment-powder, τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ., Thphr.Lap.55.
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Full diacritics: λείωμα | Medium diacritics: λείωμα | Low diacritics: λείωμα | Capitals: ΛΕΙΩΜΑ |
Transliteration A: leíōma | Transliteration B: leiōma | Transliteration C: leioma | Beta Code: lei/wma |
ατος, τό, (λειόω)
A pigment-powder, τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ., Thphr.Lap.55.