λείωμα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείωμα Medium diacritics: λείωμα Low diacritics: λείωμα Capitals: ΛΕΙΩΜΑ
Transliteration A: leíōma Transliteration B: leiōma Transliteration C: leioma Beta Code: lei/wma

English (LSJ)

-ατος, τό, (λειόω) pigment-powder, τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ., Thphr. De Lapidibus 55.

German (Pape)

[Seite 27] τό, das Geglättete; auch das Abgeriebene, Kleingeriebene, ἄκρατον λείωμα, eine durch Reiben aus κύανος bereitete Malerfarbe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λείωμα: τό, (λειόω) τὸ καλῶς τριφθὲν ἢ κοπανισθέν, τὰ ἄκρατα λειώματα, χρώματα τῆς ζωγραφικῆς ἐκ κυανοῦ παρασκευαζόμενα διὰ τῆς τρίψεως, Θεοφρ. π. Λίθ. 55.

Greek Monolingual

λείωμα, -ατος, τὸ (Α) λειώ
αυτό που προέρχεται από τριβή ή από κοπάνισμα ή από τήξη ή από σύνθλιψη, το λειώμα («τὰ ἄκρατα λειώματα» — χρώματα ζωγραφικής που παρασκευάζονταν από κύανο με τριβή, Θεόφρ.).