τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Ĕlīsa (-ssa), æ, f. (Ἔλισσα), Élise [nom de Didon] : Virg. En. 4, 335