μολγός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, Tarentine word for βόειος ἀσκός, Poll.10.187: μ. γενέσθαι δεῖ σε,
A = ἀσκὸν δεδάρθαι (v. ἀσκός 5 fin.), Ar.Eq.963; μολγὸν αἵνειν (ἀνεῖν), = ἀσκὸν δείρειν, dub. cj. in Ar.Frr.101,694. II = μόλγης, Suid. III = ἀκόλουθος (fem.), Blaes.4. IV μολγῶ· νέφος, Hsch.