Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
lūcĭfŭgax: ācis, adj. lux-fugax,
I lightshunning: noctua, Auct. Carm. Philomel. 40: natio, Min. Fel. Octav. 8.
lūcĭfŭgāx, ācis, c. lucifugus : Philom. 40.
lūcifugāx, s. lucifugus.