παραμείβω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A change or alter, τινὰ ὅλον Alciphr.3.40. II = Med., leave on one side, pass by, c. acc. loci, A.R.2.660, Plu.Mar.18, etc.; of a river, flow past, Arist.Mir.846b30. 2 outrun, excel, σοφίᾳ σοφίαν S.OT504(lyr.). 3 c. acc. cogn., παράμειβε κέλευθον pass on your way, Arch.Pap.1.220.—Rare in Act. B Med., pass by, leave on one side, τὸν παραμειψάμενος Od.6.310 ; παρημείβοντο Μάλειαν h.Ap.409 ; ἔθνεα πολλὰ παραμειψάμενοι Hdt.1.94 ; πόλιας τάσδε Id.7.109, etc.; Κόρας (i. e. their shrine) S. OC130(lyr.) ; π. τὰς πηγὰς τοῦ Εὐφράτου Plu.Pomp.32 ; of rivers, run past a place, Hdt.1.72,75 ; march past, τῶν βαρβάρων τὴν τάξιν Plu.Ant.39 ; but πύλας παραμείψεται shall pass through the gates, Thgn.709. 2 pass over, omit to mention, Hdt.2.102. 3 outstrip, καὶ θαλασσαῖον π. δελφῖνα Pi.P.2.50 ; μή τίς σε λάθῃ . . ὄχοις παραμειψαμένη E.IA146 (anap.). 4 of time, pass, go by, Hes. Op.409. II causal, turn aside, divert, τίνα πρὸς . . ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; Pi.N.3.27.—Cf. παραμεύομαι.