ἀεσίφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = φρεσὶν ἀασθείς, damaged in mind, witless, silly, Il.20.183, Od.21.302, Hes.Op.335 (more correctly ἀασίφρων Apollon.Lex., Phot.).
German (Pape)
[Seite 43] unverständig, thöricht, Hom. dreimal, Iliad. 20, 183 ὁ δ' ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων, 23, 603 οὔ τι παρήορος οὐδ' ἀεσίφρων, Od. 21, 302 ὁ δὲ φρεσὶν ᾑσιν ἀασθεὶς ἤιεν ἣν ἄτηνὀχέων ἀεσίφρονι θυμῷ; – Hes. O. 333 u. sp. D. Vgl. Buttmann Lexil. 1, 224.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεσίφρων: -ον, γεν. ονος, = φρεσὶν ἀασθείς, βλαφθεὶς τὸν νοῦν, ἀνόητος, μωρός, βλάξ, Ἰλ. Υ. 183. Ὀδ. Φ. 302, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333: - καὶ ἑπομένως ἀντὶ ἀασίφρων (ἐκ τοῦ ἀάω, φρὴν) Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἀᾶσαι.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
insensé.
Étymologie: ἀάω¹, φρήν.
English (Autenrieth)
(cf. Od. 21.301 f.): light-headed, thoughtless, silly.