παρεκτείνω
English (LSJ)
A stretch out in line, deploy an army into line, Plb.11.12.4, etc.; of a fleet, π. ἐπὶ μίαν ναῦν Id.1.26.15; ὅτι πλεῖστον π. τὰς ναῦς D.S.13.98 : generally, stretch out beside, τὸ σῶμά τινι Plu.Agis 20; stretch out, εἰς λόγους ταῦτα π. Ps.-Luc.Philopatr.23 :—Pass., τῆς στρατοπεδείας παρὰ τὸν Ἀσωπὸν -τεταμένης Plu.Arist.11. II intr., extend, of Place, ἐπὶ τὴν θάλασσαν LXX Ez.47.19; τὸ δεξιὸν κέρας παρὰ τὸν Εὐφράτην -τεῖνον D.S. 14.22; αἱ κῶμαι π. ἀπὸ Πισιδίας . . ἕως Αυκίας Str.13.4.17; of Time, Thphr.CP1.13.9; τριταῖοι -τείνοντες, of semi-tertian fevers, Agathin. ap.Gal.7.367; -τεινόντων τῶν ἀγώνων Phld.Mus.p.109K. 2 of a man, extend his life, survive, μέχρι τινός D.H.Is.1. 3 in Logic, to be of wider extent, Arist.AP0.99a35. III in Pass., c. dat., extend beside or be coextensive with, π. χείλεσι ποταμοῦ D.S.3.10; ὅλα ὅλοις -τείνεται Stoic.2.156 ; -τείνεσθαι τῷ χρόνῳ Diog.Bab.Stoic.3.216; ὕλης -τεινομένης τοῖς σώμασιν Jul.Or.4.134a. 2 metaph., measure oneself with, παρεκτείνεσθαί τινι Democr.238; μὴ -τείνου πένης ὢν πλουσίῳ LXXPr.23.4.