ἐκκαθαίρω
English (LSJ)
Ion.aor.I-εκάθηρα Hdt.2.86, Att.
A -εκάθᾱρα Din.2.5:— cleanse out: 1 with acc. of the thing cleansed, clear out, οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον Il.2.153 ; τὴν κοιλίην Hdt.l.c.; μήτρας, ὀδόντας, Hp. Mul.1.88, Orib.Syn.5.25.3; χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων he clears this land of monsters, A.Supp.264; τὸν βίον (i.e.the world) Luc.DDeor. 13.1; ἐ.τινά, ὥσπερ ἀνδριάντα, εἰς τὴν κρίσιν clear him of all roughness, polish him up, metaph. from the finishing touches of a sculptor, Pl.R. 361d; ἑαυτὸν ἀπό τινος 2 Ep.Ti.2.21; ἐ.λογισμόν clear off an account, Plu.2.64f :—Pass., to be cleansed, purified, ἐκκεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς X.Smp.1.4, cf. Pl.R.527d; to be cleared up, explained, Epicur.Ep.2p.36U. 2 with acc. of the thing removed, clear away, Pl.Euthphr. 3a, cf. Arist.HA625b34 ; τὸ τοιοῦτον ἐ. γένος Diph.32.17 ; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως Din.l.c.; κόπρον APl.4.92.7.
German (Pape)
[Seite 761] ganz reinigen, ausräumen; οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il. 2, 153; χθόνα κνωδάλων Aesch. Suppl. 261; ἑαυτὸν ἀπό τινος N. T.; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως, ausrotten, Din. 2, 5; τινά, Plat. Euthyph. 3 a; γένος Diphil. bei Ath. 280 a; ausputzen, auspoliren, ὡσπερ ἀνδριάντα Plat. Rep. II, 361 d; ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen. An. 1, 2, 16; – λογισμόν, eine Rechnung ins Reine bringen, Plut. ad. et am. discr. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰθαίρω: καθαρίζω ἐντελῶς, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ καθαριζομένου πράγματος, ἐκκαθαρίζω, οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον, «ἐξέσκαπτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 153˙ τὴν κοιλίην Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. 4. 46˙ χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων, ἐκκαθαρίζει (ἀπαλλάττει) τὴν χώραν ταύτην τῶν τεράτων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 264˙ ἐκκ. τινά, ὡς ἀνδριάντα, εἰς τήν κρίσιν, καθιστᾶν τινα ἐντελῶς καθαρόν, ἀπαλλάττειν πάσης τραχύτητος˙ μεταφ., ἐκ τῆς ἐπεργασίας γλύπτου τελειοποιοῦντος ἀνδριάντα, Πλάτ. Πολ. 361D˙ ἐκκ. λογισμόν, ἐκκαθαρίζειν λογαριασμόν, Πλούτ. 2. 64F, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Παθ., ἐντελῶς καθαρίζομαι, ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι, διάφ. γρ. ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16˙ γίνομαι καθαρός, ἐξαγνίζομαι, τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. Συμπ. 1, 4 πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D. 2) μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἐκκαθαιρόμενον, δηλ. τὸ ἐκβαλλόμενον ἐκ τοῦ μέσου πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, καὶ δὴ καὶ Μέλητος ἴσως πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει, «ξεκαθαρίζει», Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, μέσ.˙ τὸ τοιοῦτον ἐκκ. Γένος Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 17.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκκάθηρα (non ἐκκάθαρα);
nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants litt. nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; fig. λογισμόν PLUT apurer un compte.
Étymologie: ἐκ, καθαίρω.