παρέχω

From LSJ
Revision as of 23:48, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέχω Medium diacritics: παρέχω Low diacritics: παρέχω Capitals: ΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: paréchō Transliteration B: parechō Transliteration C: parecho Beta Code: pare/xw

English (LSJ)

fut.

   A παρέξω Od.18.317, Th.8.48, παρασχήτω Id.6.86, Isoc. 6.71, 15.248 : pf. παρέσχηκα : aor. παρέσχον, Ep. inf. παρασχέμεν Il. 19.147 ; imper. παράσχες E.Hec.842 (παράσχε is f.l.) ; poet. παρέσχεθον Hes. Th.639, inf. παρασχεθεῖν Ar.Eq.321 ; Aeol. παρέσκεθον Alc. Oxy.1788 Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.]    A Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply, φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317 ; δῶρα Il.19.147 ; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ; π. νέας Hdt.4.83, 7.21 ; τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180 ; χρήματα Th.8.48 ; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ; αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς . . παρέχουσιν Hermipp.63.9 ; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43.    2 of natural objects, yield, produce, θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113 ; [σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835.    3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ; ὀνίαις Alc.88 ; π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23 ; ὕμνον Id.N.6.33 ; αἶσαν Id.O.6.102 ; Σάρδεσιπένθος A.Pers.322 ; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC1498(lvr.), Tr.708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα) ; πόνον Alc.19, Hdt.1.177 ; ἔργον Ar.Nu.523 ; π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76 ; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a.    II present or offer for a purpose,    1 c. inf., [ὄϊες] παρέχουσι . . γάλα θῆσθαι Od.4.89 ; π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu.441 ; τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50(withoutinf., πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers.210) : with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr.228e ; π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap.33b, cf. Prt.312c ; π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9 : rarely with a part., π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35.    2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted, π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17 ; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ἑαυτόν] S. Aj.1146, cf. Ar.Nu.422 ; τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι . . ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54, cf. Pl.Grg.456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib.475d, cf. Tht.191a; ἕτοιμός εἰμί σοι παρέχειν ἀποκρινόμενος Id.Prt.348a ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys.162,227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full, π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1, Artem.1.78).    3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so, π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2 ; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt.312a ; ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22 ; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ; τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1 ; π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46 ; δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21.    III allow, grant, σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr.1115 : c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to... ib.1114 ; π. αὐτοὺς δικαστὰς . . γίγνεσθαι Th.1.37 : abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr.308, Cyc.203, Ar.V.1326, Av.1720 (all lyr.) ; πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949.    2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so, παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170, cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ; ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86 ; σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080 : neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like [[ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν]] Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60.    IV produce a person on demand, ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38 ; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν(leg.αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc.    V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ; π. τινὰς βελτίους And.1.136, cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part., π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35, cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med.388, etc.    B Med. παρέχομαι, fut. -έξομαι Antipho 5.20, Lys.23.8, etc.; also παρασχήσομαι Antipho 5.24, Lys.9.8 : aor. 2 παρεσχόμην Is.3.18, 19 : pf. Pass. (in med. sense) παρέσχημαι X.An.7.6.11, D.27.49, 36.35 : freq. used much like Act., without any reflex. sense :    1 supply of oneself or from one's own means, νέας Hdt.6.8,15,al. ; δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17 ; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax-paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to... X.An.6.2.10 ; freq. with ἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11 (Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc.    2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος . . οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd.81d.    3 of works, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. Hdt.1.93.    4 of incorporeal things, display on one's own part, πᾶσαν προθυμίην Id.7.6, cf. X.An.7.6.11 ; πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85, cf. 61 ; εὔνοιαν D.18.10 ; χρείας Decr. ap. D.18.84.    II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap.19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc.    III produce as one's own, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα acknowledge as one's general, Hdt.7.61, 62, 67 ; Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι presenting themselves as... ib.161 ; π.πόλιν μεγίστην, of an ambassador, represent a city in one's own person, Th.4.64, cf. 85.    IV offer, promise, ἀψευδέα μαντήϊα Hdt.2.174 ; ἔστιν ἃ π. Th.3.36 ; put forward, τὸ εὐπρεπὲς τῆς δίκης Id.1.39.    V render so and so for or towards oneself, θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55 ; δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt.317b, cf. R.432a, Lg.809d ; v. supr. A. V.    VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ . . παρέχονται ἡμέρας . . Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28.