Μόψος

From LSJ
Revision as of 12:19, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek (Liddell-Scott)

Μόψος: ὁ, Ἕλλην τις ἥρως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 181, Πίνδ., κλ. 2) περίφημός τις μάντις ἔχων μαντεῖον ἐν Μαλλῷ τῆς Κιλικίας, Στράβ. 443, κτλ.

English (Slater)

Μόψος a seer and Argonaut.
   1μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος (P. 4.191)