ματροπόλος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
French (Bailly abrégé)
dor. c. μητροπόλος.
English (Slater)
μᾱτροπόλος, -ον
1attending to mothers ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (καταχρηστικῶς Schr., Pyth. Comm.) (P. 3.9)