σειρήν

From LSJ
Revision as of 12:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

English (Slater)

σειρήν (cf. Κηληδών.) subs., adj.,
   1 siren fig. of eloquence. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ σειρήν (cf. Σ, ταῦτα πρὸς τὸν Σιμωνίδην ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐν ἑνὶ ᾄσματι ἐπόησεν Σειρῆνα τὸν Πεισίστρατον: “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” interpr. Turyn) ?fr. 339.