σειρήν

From LSJ

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source

English (Slater)

σειρήν (cf. Κηληδών.) subs., adj., siren fig. of eloquence. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ σειρήν (cf. Σ, ταῦτα πρὸς τὸν Σιμωνίδην ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐν ἑνὶ ᾄσματι ἐπόησεν Σειρῆνα τὸν Πεισίστρατον: “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” interpr. Turyn) ?fr. 339.

Greek Monolingual

-ῆνος, ἡ, Α
βλ. σειρήνα.

Russian (Dvoretsky)

σειρήν: ῆνος ἡ
1 pl. αἱ Σειρῆνες Сирены (миф. девы, обитавшие у южн. берегов Италии, завлекавшие своим пением мореплавателей и убивавшие их, у Hom. их две - νῆσος Σειρήνοιϊν, у Plat. - восемь);
2 коварная очаровательница Eur.;
3 очарование, обаяние, прелесть (λόγων σ. καὶ χάρις Plut.);
4 «сирена» (вид дикой пчелы) Arst.