Παρνασσίς
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (Slater)
Παρνασσίς f. adj.,
1 of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) (P. 8.20) παρ] νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10.