Παρνασσίς
From LSJ
English (LSJ)
v. sub Παρνασός.
English (Slater)
Παρνασσίς f. adj., of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) (P. 8.20) παρ]νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10.
Greek Monolingual
ἡ, Α
παρνασιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Παρνασ(σ)ός + κατάλ. -ίς (πρβλ. Παγασίς)].