Ὀλυμπιονίκας

From LSJ
Revision as of 12:36, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

English (Slater)

Ὀλυμπῐονῑκᾱς (-ας, -α, -αν; -αις: Οὐλυμπιονίκαν coni.)
   a of an Olympic victor Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) (O. 4.8) τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88)
   b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; (O. 6.4) Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα (O. 10.1) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται (O. 11.7) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13)

English (Slater)

Ὀλυμπῐονῑκᾱς (-ας, -α, -αν; -αις: Οὐλυμπιονίκαν coni.)
   a of an Olympic victor Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) (O. 4.8) τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88)
   b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; (O. 6.4) Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα (O. 10.1) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται (O. 11.7) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13)