τοξότας

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

English (Slater)

τοξότας adj.,
   1 archer Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) Ποίαντος υἱὸν τοξόταν (P. 1.53)

English (Slater)

τοξότας adj.,
   1 archer Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) Ποίαντος υἱὸν τοξόταν (P. 1.53)