τοσσόσδε
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
French (Bailly abrégé)
ήδε, όνδε;
épq. c. τοσόσδε.
English (Slater)
τοσσόσδε n. pl. pro adv.,
1 so much, to this extent εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
English (Slater)
τοσσόσδε n. pl. pro adv.,
1 so much, to this extent εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)