περιδύω
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
A strip off, ἐπεὶ περίδῡσε χιτῶνας Il.11.100 ; τῶν αὐλητρίδων τὰἱμάτια περιέδυεν Ath.13.607f. 2 c.acc.pers., strip, εἰ μὴ ἔφθησαν περιδύσαντες αὐτόν Antipho 2.2.5 ; π. τὰ νεκρά App.BC5.68, etc. : metaph., deprive of authority, J.AJ13.15.3. 3 c. acc. pers. et rei, strip one of a thing, αὐτὰ [ποιήματα] περιδύσας τὸ μέτρον Epich.[254] (dub.); τὰ λοιπὰ π. τινάς App.BC5.67 ; ἑαυτὸν τὴν ἐσθῆτα J.AJ6.11.5. b c.acc. et gen., π. τὸν ναὸν τῶν ἀναθημάτων ib.9.12.3.