Διρκαῖος

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Dirkè.
Étymologie: Δίρκη.

English (Slater)

Διρκαῑος
   1 of Dirke κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)

English (Slater)

Διρκαῑος
   1 of Dirke κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)