Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Menander, Monostichoi, 250English (Slater)
καύχα
1 vaunt θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως ᾠδή. Σ.) (N. 9.7)