Θεσπρωτίς

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος
fém. de Θεσπρωτός.

English (Slater)

Θεσπρωτίς test., Strabo 7. 7. 10, p. 328. οἱ τραγικοί τε καὶ Πίνδαρος Θεσπρωτίδα εἰρήκασι τὴν Δωδώνην. ὕστερον δὲ ὑπὸ Μολοττοῖς ἐγένετο fr. 60.

English (Slater)

Θεσπρωτίς test., Strabo 7. 7. 10, p. 328. οἱ τραγικοί τε καὶ Πίνδαρος Θεσπρωτίδα εἰρήκασι τὴν Δωδώνην. ὕστερον δὲ ὑπὸ Μολοττοῖς ἐγένετο fr. 60.