Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
Ἅφαιστος: Δωρ. ἀντί Ἥφαιστος.
ου (ὁ) :dor. c. Ἥφαιστος.