ἁδύς

Revision as of 14:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Greek (Liddell-Scott)

ἁδύς: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡδύς.

English (Slater)

ᾱδύς (ἁδεῖα, -είας, -εῖαν; -είας, -εῖαι: ἁδύ acc.: superl. ἁδίσταν.) γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον (sc. ὕπνον.) (P. 1.8)
   1 εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν (P. 1.90) ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας (P. 4.201) ” ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (P. 9.41) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σγρ.) (N. 10.33) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (I. 6.50) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (I. 2.5)