ἁδύς
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
Doric for ἡδύς.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
ἁδύς: дор. = ἡδύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδύς: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς.
English (Slater)
ᾱδύς (ἁδεῖα, -είας, -εῖαν; -είας, -εῖαι: ἁδύ acc.: superl. ἁδίσταν.) γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον (sc. ὕπνον.) (P. 1.8) εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν (P. 1.90) ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας (P. 4.201) ” ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (P. 9.41) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σγρ.) (N. 10.33) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (I. 6.50) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (I. 2.5)
Greek Monotonic
ἁδύς: Δωρ. αντί ἡδύς.